ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Γερμανία: Το δύσκολο μονοπάτι του «μεγάλου συνασπισμού»

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΑΠΙΔΗΣ
Γερμανία: Το δύσκολο μονοπάτι του «μεγάλου συνασπισμού»  - Κεντρική Εικόνα

Πίσω από τη διακηρυκτικού χαρακτήρα συμφωνία μεταξύ Γερμανών χριστιανοδημοκρατών / χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) και σοσιαλδημοκρατικού κόμματος  κρύβονται κάποιες σύνθετες πτυχές για το μέλλον της Ευρωζώνης. Στο πλαίσιο αυτό, μπορούμε να προχωρήσουμε σε μια πρώτη αποκωδικοποίηση αυτής της συμφωνίας.

Η πρώτη διαπίστωση είναι πως υπάρχει ευελιξία στην ερμηνεία του περιεχομένου των προτάσεων για την Ευρωζώνη και τη πιθανή θεσμική της μεταρρύθμιση, που αφήνει «χώρο» και στις δύο πλευρές να «πουλήσουν» στο εσωτερικό τους ακροατήριο και στην εκλογική τους βάση τη συμφωνία αυτή ως διαπραγματευτική νίκη απέναντι στην άλλη πλευρά.

Αυτό αφορά τόσο στη λεγόμενη «πρόταση Σόιμπλε» για την αξιοποίηση πόρων του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) για την ενίσχυση των επενδύσεων, όσο και στην πρόταση Μακρόν για να εξελιχθεί  ο ΕΜΣ σε ένα Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο. Σε αυτές τις δύο συγκλίνουσες προτάσεις, η πλευρά CDU/CSU επιθυμεί το επενδυτικό σκέλος να ελέγχεται από τη γερμανική Βουλή και να ακολουθούνται οι ισχύοντες ανελαστικοί κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, η δε πλευρά του SPD επιθυμεί οι επενδυτικές αποφάσεις να προχωρούν ένα βήμα παραπέρα, και να υπάρχει έλεγχος διαφάνειας και δημοκρατικής λογοδοσίας στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, «πατώντας» πάνω στη βασική, όσο και γενικόλογη διατύπωση Σουλτς για στροφή της γερμανικής οικονομικής πολιτικής προς την Ευρωζώνη με στόχο τη κοινωνική και περιφερειακή σύγκλιση.

Ένα δεύτερο σημείο αναφοράς είναι το ζήτημα της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών, στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις ευρωπαϊκές συνθήκες. Το ζήτημα της αλληλεγγύης συνδέεται κυρίως με το προσφυγικό, στο οποίο η γερμανική κυβέρνηση έχει επενδύσει πολλά, τόσο γιατί χρειάζεται επιπλέον εργατικό δυναμικό, όσο και γιατί η ηγεσία Μέρκελ συνέβαλλε σε σημαντικό βαθμό, ιδιαίτερα το 2015 και το πρώτο εξάμηνο του 2016, στην αποσυμφόρηση της Ελλάδας και της Ιταλίας, αλλά και στην απορρόφηση των πολιτικών κραδασμών εντός της ΕΕ, μέσω της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας. Η αναφορά στην αλληλεγγύη, και η σύνδεσή της με το ύψος των επενδύσεων και του ποσού που θα αποδεσμεύεται από το γερμανικό και ευρωπαϊκό προϋπολογισμό για τα κράτη-μέλη θα είναι ευθέως ανάλογη με το βαθμό αλληλεγγύης που θα δείχνουν τα κράτη-μέλη. Η αναφορά είναι άμεση, και αφορά στην ομάδα Βίσεγκραντ (Πολωνία, Τσεχία Ουγγαρία, Σλοβακία) που δεν έχουν επιδείξει πνεύμα αλληλεγγύης και συνεργασίας στην εφαρμογή του προγράμματος μετεγκατάστασης προσφύγων.           

Ένα ακόμη σημαντικό ζήτημα είναι η συμφωνία για διατήρηση και ενίσχυση της οικονομικής ηγεμονίας της Γερμανίας στην Ευρωζώνη, αλλά και η ενσωμάτωση του όρου «ευελιξία». Η πλευρά Μακρόν έχει διατυπώσει επανειλημμένα ότι η Ευρωζώνη πρέπει να στραφεί σε πολιτικές ανάπτυξης για να βελτιωθεί το οικονομικό κλίμα, να κινηθεί η εσωτερική ζήτηση και να αμβλυνθούν οι οικονομικές ανισότητες, κάτι με το οποίο η πλευρά CDU/CSU συμφωνεί, αρκεί να τηρείται στο ακέραιο το υπάρχον δημοσιονομικό πλαίσιο. Η πλευρά SPD εισάγει την ευελιξία ως απαραίτητο στοιχείο στη χάραξη μιας διευρυμένης επενδυτικής πολιτικής, προσπαθώντας να συμβιβάσει τη σχετική «ακαμψία» της Μέρκελ και τη φιλόδοξη μεταρρυθμιστική διάθεση Μακρόν, ώστε να μετατοπισθεί σταδιακά το βάρος από την ακραία δημοσιονομική πειθαρχία στην ήπια δημοσιονομική εξισορρόπηση μεταξύ του αδύναμου ευρωπαϊκού Νότου και του εύρωστου ευρωπαϊκού Βορρά.

Υπάρχει ακόμη αρκετός δρόμος ώστε οι δύο πλευρές να καταλήξουν σε μια σταθερή συμφωνία, να συγκεκριμενοποιηθεί το προγραμματικό πλαίσιο, να «μπουν στις ράγες» οι προτάσεις, και βέβαια να γίνει η συμφωνία αυτή αποδεκτή από την κομματική βάση και των τριών κομμάτων. Δύσκολη εξίσωση, και καλύτερα να κρατάμε «μικρό καλάθι», κυρίως αναφορικά με το εύρος και την ποιότητα εφαρμογής των προτάσεων για τη θεσμική μεταρρύθμιση στην Ευρωζώνη.

 

* Ο Δημήτρης Ραπίδης είναι πολιτικός αναλυτής και επικοινωνιολόγος.