ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
George Michael, ο Μέγας – Όσα τον σκότωναν γλυκά


Οι σημερινοί σαραντάρηδες αποχαιρέτησαν πολλά είδωλα της νιότης τους τη χρονιά που έφυγε. Μια χρονιά που είναι τουλάχιστον μοιρολατρικό να χαρακτηρίζεται γκαντέμικη ή θερίστρια γι’ αυτόν τον λόγο. Η ζωή στην κορυφή του παγκόσμιου σταρ σύστεμ κουβαλάει αφόρητη πίεση και οι περισσότεροι από τις ευαίσθητες, καλλιτεχνικές ψυχές που σκαρφάλωσαν ως εκεί, επέλεξαν να την παλέψουν άνισα με ναρκωτικά. Μπορεί οι Rolling Stones στο σύνολό τους να έχουν επιζήσει θεαματικά από το τρίπτυχο sex, drugs and rock n roll (ή drugs, sex and rock n roll όπως είχε διορθώσει δημοσιογράφο ο Keith Richards, επισημαίνοντας τη σωστή ιεράρχηση), αλλά αυτοί είναι η εξαίρεση. Οι περισσότεροι άλλοι ακολούθησαν νομοτελειακά τη σύντομη ζωή που συνοδεύει την εξάρτηση.
O George Michael όμως, παραέφυγε νωρίς. Και γι΄ αυτόν η θλίψη είναι απείρως μεγαλύτερη για έναν λόγο παραπάνω: γιατί ποτέ δεν ξεχνάς τον πρώτο σου έρωτα.
Ακόμα και αν ανακαλύπτεις τώρα ότι τελικά ήταν ένα ερωτεύσιμο πλάσμα για λόγους που δεν μπορούσες να φανταστείς βλέποντας το λίκνισμα-υπερθέαμα στο Faith ή όταν έσπαγαν τα πατώματα με την ερμηνεία του στο Somebody to love, προς τιμήν του Freddie Mercury (o ίδιος είχε πει ότι ήταν από τις καλύτερες ερμηνείες της ζωής του, παρότι φοβόταν ότι δεν θα ανταπεξέλθει στη γρήγορα εναλλασσόμενη φωνητική γκάμα που απαιτούσε το τραγούδι αλλά και γιατί ανάμεσα στο κοινό βρισκόταν ο σύντροφός του που αργοπέθαινε από Aids).
Η μάχη του με την κατάθλιψη ξεκινά από νωρίς, ο ίδιος πίστευε ότι ήταν προδιαγεγραμμένο να είναι καταθλιπτικός γιατί τη μέρα που γεννήθηκε, αυτοκτόνησε ο αδελφός της μητέρας του. Σε μία συνέντευξη που δίνει οδηγώντας, λέει ότι μετά τα 40 συμβιβάστηκε με την εικόνα του, μέχρι τότε του ήταν δύσκολο να κοιτάει τον εαυτό του στον καθρέφτη.
Η μάχη του με τη σεξουαλικότητα του ξεκινά επίσης νωρίς. Ο ίδιος πιστεύει ότι δεν γεννήθηκε ομοφυλόφιλος αλλά εξελίχθηκε λόγω της απουσίας του πατέρα του. Αστειεύεται, λέγοντας «όταν ήμουν στους Wham δεν ήξερα ότι ήμουν γκέι, όμως έμοιαζα πολύ πιο γκέι απ’ ότι τώρα. Μα, κοιτάξτε τα μαλλιά, τα σκουλαρίκια και τα ρούχα μου τότε!».
Για το ταλέντο του στη μουσική πάντα δίσταζε να μιλήσει, αλλά η μουσική του ιστορία μιλάει από μόνη της: Αλήθεια, πόσοι από τους τότε φαν των Wham ήξεραν ότι ο τραγουδιστής ήταν ένα παιδί 19 ετών; Ή το ότι τα τραγούδια τους που σκαρφάλωναν στην κορυφή το ένα μετά το άλλο τα είχε γράψει στα 16 του; Το Careless Whispers τότε το είχε γράψει, προσφέροντας απλόχερα το ήμισυ της δημιουργίας στο μουσικό έτερο του ήμισυ, Andrew Ridgeley και κυκλοφόρησε όταν ήταν πια 21 χρονών. Αλλά η ποπ μουσική έχει ένα κακό. Δεν αναγνωρίζει τις μουσικές μεγαλοφυίες της. Από κόμπλεξ, υποθέτω, λόγω του εύπεπτου του είδους. Στην κλασική μουσική ή ακόμα και στη ροκ ο όρος μουσική μεγαλοφυία προσφέρεται με ευκολία. Πόσο εύπεπτες όμως είναι οι δημιουργίες του George Michael, όταν σφράγισαν μία εποχή και ακούγονται με την ίδια δυναμική τριάντα χρόνια μετά;
Ο «singing Greek», όπως του άρεσε να αυτοαποκαλείται είτε σε μέιλ που αντάλλαζε με δημοσιογράφους, είτε στα ποστ που έγραφε ο ίδιος στο twitter του μέχρι το 2014, είχε μία σπάνια ευγένεια, που αναγκάστηκε να την ανταλλάξει με θράσος από το 1998.
Ένας δοτικός τύπος, που ποτέ δεν ξέχασε ότι όταν άλλαξε σχολείο στα 11 του και η δασκάλα ρώτησε στην τάξη ποιος θα αναλάβει να τον κάνει παρέα, σήκωσε το χέρι του μόνο ένα παιδί. Αυτός ήταν ο Andrew Ridgeley και ο «Yog» -έτσι τον αποκαλούσε η οικογένειά του και ο Ridgeley- θα του το ξεπλήρωνε με δεκάδες εκατομμύρια αργότερα. Όταν ακόμα και στις τελευταίες του τηλεοπτικές συνεντεύξεις ένας δημοσιογράφος αναρωτήθηκε, μα καλά, ποια ήταν τελικά η συνεισφορά του άλλου μέλους των Wham στις επιτυχίες του συγκροτήματος, ο George Michael έλεγε ότι ήταν ο καλύτερος του φίλος και ότι έκαναν πολλά γέλια παρέα. Από τακτ, δεν ανέφερε ποτέ ότι ο φίλος του δεν είχε γράψει ούτε νότα στα τραγούδια, αλλά ο Michael τον έβαζε ως συνδημιουργό ώστε να εξασφαλίσει ότι δεν θα αντιμετώπιζε ποτέ οικονομικό πρόβλημα. Και όντως, ο καλός του φίλος ζει έκτοτε πλουσιοπάροχα από τα royalties των «κοινών» σουξέ.
Οι αμφισεξουαλικές σχέσεις που είχε, τελείωσαν στα 27 του όταν ερωτεύτηκε για πρώτη φορά έναν άνδρα. Όπως έχει πει ο ίδιος, μέχρι τότε έβρισκε ικανοποίηση και με γυναίκες, «μόνο που ήταν άβολο να τους εξηγώ εκ των προτέρων ότι είμαι αμφιφυλόφιλος, ήθελα όμως να το κάνω για να μην πληγωθούν αργότερα. Οπότε όλη αυτή η εξήγηση, χαλούσε την ερωτική ατμόσφαιρα και κάποια στιγμή αποφάσισα να τις κόψω τελείως».
Για το ίδιο θέμα ρωτήθηκε και πιο πρόσφατα και απάντησε ότι όταν μπαίνει σε ένα μαγαζί, παρατηρεί και τις γυναίκες και τους άνδρες, και αν δεν είχε μόνιμο σύντροφο, το πιθανότερο είναι να έκανε σεξ και με γυναίκες κάποιες στιγμές.
Η μονογαμία ποτέ δεν ήταν το φόρτε του. Φαντάζει δε ειρωνικό ότι στο βίντεο κλιπ για το «I want your sex» έγραφε με κραγιόν στο μηρό της τότε συντρόφου του «Explore Monogamy», αλλά στην πραγματικότητα αυτή ήταν μία αστεία πιθανότητα, που εκείνος δε διερεύνησε ποτέ.
Το άγχος του, παρά τις δημόσιες τοποθετήσεις για τη σεξουαλικότητά του, ήταν να ξέρουν οι γυναίκες ότι όσα τραγούδια είχε γράψει μέχρι και την εποχή του Faith ήταν γραμμένα για γυναίκες, δεν κορόιδευε.
Είχε τεράστιο σεβασμό για το κοινό του. Είναι ίσως ο μοναδικός καλλιτέχνης που δεν έκανε τουρνέ για να προωθήσει ένα νέο cd, ως είθισται. Πίστευε ότι όσοι πήγαιναν στις συναυλίες του ήθελαν να ακούσουν τα γνωστά τραγούδια του και δεν ήθελε να τους βλέπει να βαριούνται καθώς εκείνος θα τραγουδούσε νέα, άγνωστα κομμάτια. Σε αυτό κατάφερε να επιβληθεί στη δισκογραφική του εταιρία, όχι όμως και στα υπόλοιπα. Ο δικαστικός του αγώνας με τη Sony θα τον εξουθενώσει, θα του στοιχίσει δεκάδες εκατομμύρια, θα ηττηθεί, θα νιώσει ντροπιασμένος.
Ακόμα όμως δεν είχε βιώσει τη μεγαλύτερη ντροπή της ζωής του. Αυτή θα έρθει το 1998 με μία σύλληψη για άσεμνες πράξεις σε δημόσιες τουαλέτες, από αστυνομικό που παρίστανε το αντικείμενο του στιγμιαίου πόθου. Αντιμετωπίζει το σκάνδαλο γενναία, με μία συνέντευξη στο Cnn και μία στον Letterman, όπου εκτός του ότι αναγκάζεται να παραδεχτεί δημόσια την ομοφυλοφιλία του, επιστρατεύει και όσο βιτριολικό χιούμορ διαθέτει με ατάκες όπως «ο δικηγόρος μου με συμβούλεψε να τον παίρνω τηλέφωνο πριν αυνανιστώ από δω και στο εξής». Το τερματίζει με το βίντεο κλιπ για το τραγούδι «Outside». Ντύνεται αστυνομικός και τραγουδάει σε ουρητήρια που μετατρέπονται σε ντίσκο, την ώρα που αστυνομικοί φιλιούνται ηδυπαθώς.
Θα πίστευε κανείς ότι η αποστομωτική εικόνα και η δημόσια μεταμέλειά του θα αρκούσαν. Άλλωστε για παρόμοια περίπτωση, ο Hugh Grant (το 1995 και όντας παντρεμένος με τη Λιζ Χάρλει είχε συλληφθεί για άσεμνες πράξεις με πόρνη σε δημόσιο μέρος) δεν ρωτήθηκε ποτέ ξανά.
Ο George Michael όμως, έπρεπε να επανέρχεται στη διήγηση και στη μεταμέλεια, σε κάθε –μα σε κάθε όμως!- συνέντευξη που είχε δώσει από τότε και μετά. Συνέντευξη στην Οπρα για το άλμπουμ Patience το 2004, πρώτη ερώτηση για το σκάνδαλο στις τουαλέτες. Συνέντευξη στο αμερικάνικο The View την ίδια χρονιά, πρώτη ερώτηση για τις τουαλέτες. Συνέντευξη σε βρετανική εφημερίδα το 2006, πρώτη ερώτηση για τις τουαλέτες. Και πάει λέγοντας. Ένας ομολογημένος εξευτελισμός, είναι διπλός εξευτελισμός έγραψε κάποτε ο Μίλαν Κούντερα.
Ο ίδιος δεν μπόρεσε να συγχωρήσει στον εαυτό του ότι ταπεινώθηκε, ότι ήταν τόσο αφελής ώστε να πέσει σε τέτοια παγίδα, όχι για το γεγονός ότι θα έκανε σεξ με έναν άγνωστο. Αυτό ήταν κάτι που ποτέ δε σταμάτησε να κάνει. Το «cruising», το επιχειρούσε 1-2 φορές τη βδομάδα μέχρι και σχετικά πρόσφατα, κατά δήλωσή του, και πάντα εν γνώσει του εκάστοτε μόνιμου συντρόφου του.
Επιστροφή στο 1987 και στο Faith. O George Michael μεταμορφώνεται σε αρσενικό pin-up, με ένα ίματζ που δημιούργησε ο ίδιος για τον εαυτό του και ξεχειλίζει σεξουαλικότητα. Προκαλεί παραλήρημα, παγκόσμια υστερία. Στον ίδιο, προκαλεί φόβο. «Τι σκεφτόμουν; Ήταν επόμενο ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο. Κούνημα των γοφών και το απόλυτο φαλλικό σύμβολο, η κιθάρα» θα εξομολογηθεί αργότερα. Κάνει συναυλίες επί ένα χρόνο, κυρίως στην Αμερική, και βυθίζεται περισσότερο στα ναρκωτικά. Αποφασίζει να αποτραβηχτεί και στον επόμενο δίσκο του, «Listen without prejudice» αρνείται να εμφανιστεί στα βίντεο κλιπ και δεν κάνει όχι μόνο συναυλίες, αλλά ούτε καν φωτογραφήσεις. Δείχνει την απέχθειά του για το προηγούμενο ίματζ του στο «Freedom», βάζοντας φωτιά στο δερμάτινο τζάκετ που φορούσε στο «Faith».
Αρχίζει να κάνει 25 τσιγαριλίκια την ημέρα. Θεωρεί ότι τον ηρεμούν, τον εμπνέουν καλλιτεχνικά και ότι τον βοήθησαν να κόψει τα αντικαταθλιπτικά. Αυτοσαρκάζεται λέγοντας ότι είναι «pothead». Μετά το 2010, τα μειώνει σε 8 την ημέρα και είναι υπερήφανος, το αναφέρει και σε δημοσιογράφο την ώρα που του δίνει συνέντευξη στο σπίτι του και ανάβει άλλο ένα. Αναγνωρίζει και ο ίδιος ότι είναι εντυπωσιακό πως δεν έχει καταστραφεί ακόμα η φωνή του.
Στις σποραδικές συνεντεύξεις που δίνει, αποδεικνύει πόσο χαρισματική προσωπικότητα είναι. Έχει γνώσεις πέρα από τη μουσική, υπέροχα δομημένο λόγο, κάνει χιούμορ, μιλάει για οτιδήποτε ερωτηθεί και είναι σαρωτικά ειλικρινής. Η χαρά κάθε δημοσιογράφου. Παρόλα αυτά, η σχέση του με τα μίντια είναι κακή. Οι ταμπλόιντ εφημερίδες αδημονούν για το επόμενο στραβοπάτημα, δυστυχώς ο George Michael τους προσφέρει απλόχερα μερικά ακόμα, με δύο ατυχήματα που έχει με το αυτοκίνητο του στο Λονδίνο υπό την επήρεια ουσιών. Ο ίδιος θεωρεί εδώ και καιρό ότι ο μεγιστάνας των μίντια Μέρντοχ έχει σκοπό τη δολοφονία της προσωπικότητας του και της καριέρας του, με κίτρινους τίτλους και απαγόρευση μετάδοσης των τραγουδιών του. Αποφασίζει να τον κατηγορεί σε κάθε του εμφάνιση –σε τηλεόραση, ραδιόφωνο ή εφημερίδα που δεν είναι του Μέρντοχ-, τονίζοντας ότι πρόκειται για ανίερη συμμαχία με τον άλλο μισητό εχθρό του, τον Τόνι Μπλερ.
Έντονα πολιτικοποιημένος, ο George Michael θεωρεί ιστορικό λάθος την εισβολή στο Ιράκ, βρίζει τον Μπλερ σε κάθε ευκαιρία που του δίνεται και τον εμφανίζει ως σκυλάκι του Μπους στο κλιπ «Shoot the dog».
Αρχίζει να απομακρύνει τον καλό του φίλο Elton John και σε μία ασυνήθιστα νευρώδη τηλεοπτική συνέντευξη, την οποία διακόπτει κάθε φορά που ιδρώνει ή χάνει τον ειρμό της σκέψης του, λέει ότι «ο Elton θα είναι ευχαριστημένος μόνο όταν εμφανιστώ νύχτα στην πόρτα του και ζητήσω τη βοήθειά του, να του πω σε παρακαλώ σώσε με. Έφτασε στο σημείο να βάλει και τον Bono να παρέμβει για μένα. Λες και χέστηκε ο Bono για την υγεία μου. Είμαι μια χαρά».
Ζει στα δύο σπίτια του στο Λονδίνο, προτιμώντας τα τελευταία χρόνια το σπίτι που του καθάριζε η μητέρα του όσο ζούσε. Δεν έχει ασφάλεια από άποψη, πιστεύει πως ότι είναι να γίνει, θα γίνει. Μπορεί ο καθένας να του χτυπήσει το κουδούνι ή να τρυπώσει. Όπως είχε συμβεί με μία θαυμάστρια που κατάφερε να κρύβεται στο σπίτι του επί μέρες μέχρι να την ανακαλύψει. Το διηγείται και γελάει.
Το 2011 έρχεται για πρώτη φορά τετ α τετ με τον θάνατο. Νοσηλεύεται επί πολλές βδομάδες στη Βιέννη με πνευμονία. Επιστρέφει στο σπίτι του και απέξω βρίσκονται δεκάδες κάμερες και δημοσιογράφοι. Για πρώτη φορά μοιάζει τόσο εύθραυστος. Ευχαριστεί, όπως πάντα, τους θαυμαστές του και ζητά συγνώμη που τους ανησύχησε, με τρεμάμενη φωνή. «Είμαι ευγνώμων που ζω, ευγνώμων για όλα έχω», λέει βουρκωμένος.
Κάνει μια προσπάθεια να απεξαρτηθεί στην Ελβετία, όμως οι παπαράτσι τον απαθανατίζουν και πάλι με τσιγαριλίκι στο χέρι. Η σύζυγος του ξαδέλφου του μιλάει σε βρετανική εφημερίδα και λέει ότι ο George έχει πέσει πια και στο κρακ, διώχνει από κοντά του όσους του λένε ότι η ζωή του είναι σε κίνδυνο, παρόλο που δεν είναι λίγες οι φορές που τον μαζεύουν ημιλιπόθυμο ή που σπαρταράει σαν ψάρι, όπως λέει η γυναίκα.
Η μάνατζερ του βγάζει ανακοίνωση όπου αναφέρει ότι είναι πολύ καλά στην υγεία του και ότι την κυρία αυτή δεν την έχει δει εδώ και χρόνια.
Τα τελευταία δύο χρόνια κρύβεται. Οι λιγοστές θολές φωτογραφίες που κυκλοφορούν τον δείχνουν παραμορφωμένο από το πάχος.
25 Δεκεμβρίου 2016. Όλοι οι ραδιοφωνικοί σταθμοί παίζουν το Last Christmas όπως κάθε Χριστούγεννα, ανελλιπώς από το 1984. Από την επόμενη μέρα, θα παίζουν όλες τις μεγάλες επιτυχίες του.
Αντί επιλόγου, λίγες κουβέντες από τον ίδιο. Από συνέντευξη του στους New York Times το 1990, για τον κυνισμό που έβλεπε να γιγαντώνεται γύρω του: «Λόγω των ΜΜΕ, οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τον κόσμο ως ένα μέρος όπου οι πόροι και ο χρόνος εξαντλούνται. Μας μαθαίνουν ότι πρέπει να αρπάξουμε ό,τι μπορούμε, πριν εξαφανιστεί. Είναι σχεδόν σαν να μην υπάρχει χρόνος για συμπόνια. Αυτό είναι ένα πρόβλημα επίκτητο, δεν είναι ένστικτο της ανθρωπότητας. Τα ΜΜΕ έχουν επηρεάσει τη συνείδηση των ανθρώπων περισσότερο απ’ όσο πιστεύεται».