ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Άντεξαν στη θύελλα του 2015 οι εισηγμένες

Το 2015 ήταν η κορυφαία σε δυσκολία χρονιά για τις επιχειρήσεις από το 2008, τονίζει σε ανάλυση για τα αποτελέσματα του 2015 ο Μ. Χατζηδάκης της ΒΕΤΑ Sec., αλλά επισημαίνει ότι, σε επίπεδο λειτουργικών αποτελεσμάτων (7,4 δισ. ευρώ), το δωδεκάμηνο έτρεξε με 14,7%, ενώ κατά το δ’ τρίμηνο η αύξηση έχει «εκτιναχθεί» στο 39,7%.
Τα λειτουργικά αποτελέσματα, σημειώνει ο κύριος Χατζηδάκης, «είναι επιεικώς φορτισμένα με έκτακτους ή ειδικούς παράγοντες», ενώ «η τελική γραμμή με την προσθήκη των τραπεζών γίνεται περίπου ακατόρθωτη στην αποδελτίωσή της και τη σύγκρισή της σε προσαρμοσμένη βάση».
«Αν σταθεί κανείς στις ζημίες των 7,5 δισ. ευρώ, αδικεί το σύνολο των εμποροβιομηχανικών εταιρειών» τονίζει, ενώ «αν κοιτάξει αποκλειστικά την τελική γραμμή των τραπεζών (-8,1 δισ. ευρώ), τότε χάνει την επιμέρους εικόνα των παραγόντων που έφεραν τις τράπεζες σε αυτό το αποτέλεσμα».
Πέρα από τις τράπεζες, που παρουσίασαν μεγάλες ζημιές επειδή συγκεντρώθηκαν στους ισολογισμούς τους πολύ υψηλές προβλέψεις για καθυστερούμενα δάνεια, το σύνολο των εισηγμένων εταιρειών εμφάνισαν κερδοφορία 676 εκατ. ευρώ, αυξημένη κατά 353%, επισημαίνει ο αναλυτής της Beta.
«Στο τρίμηνο όμως», προσθέτει, «το αποτέλεσμα είναι αρνητικό για τις εμποροβιομηχανικές εταιρείες, οι οποίες έδειξαν ζημίες 217 εκατ. ευρώ έναντι ζημιών 489 εκατ. ευρώ το 2014. Σε επίπεδο έτους, το καθαρό περιθώριο κέρδους διαμορφώθηκε σε 1,03%, έναντι του οριακού 0,2% το 2014».
Ο κύριος Χατζηδάκης επισημαίνει, επίσης, ότι η κερδοφορία είναι άνισα κατανεμημένη, καθώς «οι 21 εμποροβιομηχανικές εταιρείες που απαρτίζουν τον FTSE-25 εμφανίζουν καθαρά κέρδη 1,2 δισ. ευρώ (+53,7%), μέγεθος το οποίο είναι διπλάσιο από το σύνολο της κερδοφορίας των υπόλοιπων εταιρειών που είναι εισηγμένες στο ΧΑ. Αυτό σημαίνει ότι, σε όρους αντιπροσωπευτικότητας, με το 10% των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών που είναι ενταγμένες στη μεγάλη κεφαλαιοποίηση, καλύπτεται πλήρως η τάση των κερδών των επιχειρήσεων».
Σε σχέση με τη μερισματική πολιτική των εταιρειών, στην ίδια ανάλυση τονίζεται ότι «μόλις 25 εταιρείες προτίθενται να διανείμουν μέρισμα για τη χρήση του 2015, το οποίο μεταφράζεται σε απόλυτα νούμερα σε 590 εκατ. ευρώ. Η μερισματική ροή μπορεί να μην είναι από τις χαμηλότερες σε αξία (2013: 509 εκατ. ευρώ), είναι όμως αισθητά μειωμένη σε σχέση με το 2014, τόσο σε πλήθος εταιρειών όσο και σε αξία (717 εκατ. ευρώ).
Η εικόνα αυτή δύσκολα θα αλλάξει σε επίπεδο τακτικού μερίσματος. Ενδεχομένως, αργότερα μέσα στο 2016, εφόσον υπάρξει χαλάρωση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, οι διοικήσεις να αναθεωρήσουν την πολιτική τους και να προχωρήσουν σε επιστροφές κεφαλαίου, ενδεχόμενο το οποίο δεν αποκλείστηκε κατά τη διάρκεια των πρόσφατων τηλεδιασκέψεων».
ΑΣΘΕΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΚΑΜΨΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΖΩΝΗ
Την ασθενή οικονομική ανάκαμψη της ευρωζώνης επιβεβαιώνουν τα νέα στοιχεία για τους βασικούς δείκτες, ενώ γεννά προβληματισμό η μεγαλύτερη από την αναμενόμενη μείωση στις τιμές παραγωγού, που υποδεικνύει ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν έχει καταφέρει με τα μέτρα χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής να αυξήσει τον πληθωρισμό, ώστε να κινηθεί προς το όριο του 2%.
Το ποσοστό ανεργίας στην ευρωζώνη εξακολούθησε να εμφανίζει πτώση τον Φεβρουάριο. Η Eurostat ανακοίνωσε ότι έπεσε στο 10,3%, από 10,4% τον Ιανουάριο, αγγίζοντας τα χαμηλότερα επίπεδά του από τον Αύγουστο του 2011. Το ποσοστό αντανακλά μια πτώση 39.000 στον αριθμό των ανέργων, σε 16,63 εκατομμύρια.
Το MarketWatch επισημαίνει ότι, παρά τη σταθερή πτώση του ποσοστού ανεργίας από το κορυφαίο σημείο (άνω του 12%) στις αρχές του 2013, η αγορά εργασίας παραμένει εξαιρετικά αδύναμη βάσει των διεθνών προτύπων. Τον Φεβρουάριο, για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες εμφάνισαν ένα ποσοστό μόλις 4,9%.
Εξάλλου, μικρή άνοδο εμφάνισε ο PMI του τομέα μεταποίησης στην ευρωζώνη τον Μάρτιο, αν και η ανάπτυξη της δραστηριότητας παρέμεινε αδύναμη, παρά τη συνέχιση της μείωσης τιμών. Σύμφωνα με την Markit, η μεταποιητική δραστηριότητα παρέμεινε αδύναμη στη Γερμανία, συρρικνώθηκε στη Γαλλία, όμως αυξήθηκε στην Ισπανία, την Ιταλία, την Ολλανδία, την Αυστρία και την Ιρλανδία.
Ο δείκτης PMI του τομέα μεταποίησης αυξήθηκε στο 51,6 τον Μάρτιο από 51,2 τον προηγούμενο μήνα, λίγο υψηλότερα από την προκαταρκτική εκτίμηση (51,4). Ο υποδείκτης της παραγωγής αυξήθηκε στο 53,1 από 52,3, ενώ ο δείκτης τιμών υποχώρησε στο 47,1 από 47,6, το χαμηλότερο επίπεδο από τον Δεκέμβριο του 2009. «Τα στοιχεία υποδηλώνουν πως η μεταποιητική δραστηριότητα αυξήθηκε κατά μόλις 0,2% το α’ τρίμηνο», σύμφωνα με τον επικεφαλής οικονομολόγο της Markit, Κρις Γουίλιαμσον.
Ανησυχητική ήταν, πάντως, η μεγαλύτερη του αναμενομένου πτώση στις τιμές παραγωγού στην ευρωζώνη, σύμφωνα με τη Eurostat. Οι τιμές παραγωγού μειώθηκαν κατά 0,7% σε μηνιαία και κατά 4,2% σε ετήσια βάση, έναντι υποχώρησης 0,5% (σε μηνιαία βάση) που ανέμεναν οι αναλυτές.
Εξαιρουμένης της πτώσης κατά 2,1% στον τομέα της ενέργειας, οι τιμές παραγωγού μειώθηκαν κατά 0,2% τον Φεβρουάριο, κυρίως λόγω της υποχώρησης των τιμών στα μη διαρκή καταναλωτικά αγαθά και της επιβράδυνσης της αύξησης στα διαρκή καταναλωτικά αγαθά.
Θετικό, τέλος, είναι το στοιχείο που ανακοίνωσε η ΕΚΤ σχετικά με το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων της ευρωζώνης: το μέσο επιτόκιο για τα νέα δάνεια των επιχειρήσεων μειώθηκε τον Φεβρουάριο, για πρώτη φορά, κάτω από το 2%, στο 1,98%. Το επιτόκιο για νέα δάνεια άνω του 1 εκατ. ευρώ μειώθηκε στο 1,28%, καθώς στο τραπεζικό σύστημα φαίνεται ότι μεταδίδεται με αρκετά γρήγορους ρυθμούς η χαλαρή νομισματική πολιτική της ΕΚΤ.