ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Θέλει η Ελλάδα να είναι... Βενεζουέλα;

ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΡΙΣΤΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
 Θέλει η Ελλάδα να είναι... Βενεζουέλα; - Κεντρική Εικόνα

Στην Ελλάδα το επίπεδο του πολιτικού διαλόγου για την πορεία και το μέλλον της χώρας ήταν πάντα και παραμένει τραγικό. Στη διάρκεια της πολυετούς πλέον κρίσης και ιδιαίτερα κατά την εποχή των μνημονίων από όλα τα κόμματα και από πολλές μιντιακές προσωπικότητες ακούστηκαν απίστευτα πράγματα για την Ελλάδα: παρομοιάστηκε με κάθε «κακό» παράδειγμα της υφηλίου.

Πιο πρόσφατος όλων ο παραλληλισμός της Ελλάδας – ως «κριτική» στον ΣΥΡΙΖΑ – με τη... Βενεζουέλα. Από την απίστευτη προφητεία για έλλειψη χαρτιού υγείας, έως τον υψηλό κίνδυνο πτώχευσης και την «απειλή» ότι η Ελλάδα θα γίνει ολοκληρωτικό καθεστώς και «λατινοαμερικανική χώρα».

Το αστείο είναι ότι η Ελλάδα έχει μια πραγματική ομοιότητα με τη Βενεζουέλα, αλλά σε κανένα από τα επίπεδα στα οποία επιμένουν οι σαχλαμαρίζοντες προπαγανδιστές «της κακιάς ώρας». Οι δύο χώρες, λοιπόν, έχουν ένα κοινό σημείο που αποτελεί πραγματικό κίνδυνο για τη δική μας χώρα: την οικονομική μονοκαλλιέργεια.

Κοινώς, το πετρέλαιο είναι η μονοκαλλιέργεια της Βενεζουέλας και ο τουρισμός για την Ελλάδα.

Αλήθεια, ποιος δεν θα ζήλευε την υψηλή θέση της Βενεζουέλας στον διεθνή καταμερισμό της παραγωγής και εμπορίας πετρελαίου;

Ποιος δεν θα ζήλευε την υψηλή θέση της Ελλάδας στη διεθνή τουριστική αγορά;

Κι όμως, και οι δύο αυτές χώρες έχουν χρεοκοπήσει. Για τη βύθιση της Βενεζουέλας στο χάος ήταν αρκετή η πτώση των διεθνών τιμών του πετρελαίου, από την οποία οι απώλειες δεν στάθηκε δυνατόν να αντικατασταθούν εξαιτίας της... «μονοκαλλιέργειας».

Όποιος συγκρίνει το παλαιότερο... θράσος του μακαρίτη Τσάβες να προσφέρει δωρεάν πετρέλαιο (!) στους φτωχούς των ΗΠΑ για να «μπαίνει στο μάτι» της Ουάσιγκτον με τη σημερινή της κατάσταση αντιλαμβάνεται ότι η απόσταση από την υπεροψία έως το χάος είναι ελάχιστη όταν μια οικονομία στηρίζεται σε έναν μόνο τομέα ή προϊόν.

Το τουριστικό προϊόν, από την άλλη πλευρά, είναι εξαιρετικά εύθραυστο σε γεωπολιτικές κρίσεις και κρίσεις ασφάλειας, όπως μας έχουν δείξει πάρα πολλές χώρες της ευρύτατης «γειτονιάς» μας τα τελευταία χρόνια. Μπορούμε λοιπόν να βασιζόμαστε σε έναν τόσο ευαίσθητο οικονομικό τομέα για να βγούμε από την κρίση;

Στην Ελλάδα η δραματική επί δεκαετίες υποχώρηση της πρωτογενούς παραγωγής, η αποβιομηχάνιση και η μετατροπή των παραγωγών σε υπαλλήλους είναι οι παράγοντες που οδήγησαν σε εντυπωσιακή άνοδο του ρόλου του τουρισμού στην οικονομία. Λαμβανομένου μάλιστα υπ’ όψιν του όγκου της αγοράς υπηρεσιών, μπορούμε να μιλάμε περίπου για μονοκαλλιέργεια ή, έστω, για πορεία προς αυτήν.

Ο προφανής κίνδυνος επισημαίνεται από πάρα πολλές πλευρές, ενώ όλα τα κόμματα στη διάρκεια της κρίσης υποσχέθηκαν παραγωγική ανασυγκρότηση, η οποία ακόμη δεν φαίνεται στον ορίζοντα.

Μόλις χθες ο διάσημος αρθρογράφος των Financial Times με το ψευδώνυμο Lex, σε άρθρο του με τον τίτλο «Κάν' το όπως η Ιρλανδία», γράφει:

«Μικρή είναι η βελτίωση των εξαγωγών εκτός τουρισμού. Για να χτίσει τις βιομηχανίες που έχει ανάγκη – όπως η Ιρλανδία –, η Ελλάδα δεν χρειάζεται φθηνούς μισθούς αλλά καινοτομία, ικανότητες και καλό περιβάλλον για τις επιχειρήσεις.

Οι τράπεζές της, οι οποίες βρίσκονται ακόμα στην εντατική, δεν έχουν τα εργαλεία για να υποστηρίξουν κάτι τέτοιο. Η Ελλάδα παραμένει πρωτοπόρος σε άχρηστους κανονισμούς που έχουν σχεδιαστεί για να “βοηθούν” μικρές επιχειρήσεις, αλλά στην πραγματικότητα κρατάνε τις επιχειρήσεις μικρές».

Σε ένα εξαιρετικό δισέλιδο άρθρο του στο «Ποντίκι» (26.5.2016), με τίτλο «Η αέναος χρεοκοπία», ο καθηγητής ΤΕΙ Θεόδωρος Παπαηλίας, αφού θέτει και εξετάζει το ερώτημα «αν με κάποιον μαγικό τρόπο η Ελλάς εξήρχετο των μνημονίων, θα οδηγούνταν στην ανάκαμψη ή θα καρκινοβατούσε μεταξύ στασιμότητας και ελαφράς αναθέρμανσης;» και, αφού περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο εξαερώθηκε η παραγωγική βάση της χώρας σε βάθος δεκαετιών, καταλήγει:

«Η λύση εντοπίζεται στο να βρεθούν κλάδοι με ισχυρές κάθετες και οριζόντιες διασυνδέσεις ή αλλιώς κλάδοι με υψηλή προστιθέμενη αξία πλην τουρισμού, στους οποίους – ακόμα και για κάποιο διάστημα – η χώρα διαθέτει ή θα διαθέτει συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τις ανταγωνίστριες. Αλλά κάτι τέτοιο είναι δύσκολο να επιτευχθεί όταν η θέση του κάθε υπουργού είναι ενιαύσια ή μικρότερη».

Πόσες αμφιβολίες μπορούμε ακόμη να έχουμε για τον δρόμο στον οποίο πρέπει να βαδίσει η ελληνική οικονομία;

Πόση ακόμη καθυστέρηση θα επιδείξει το ελληνικό πολιτικό σύστημα θεωρώντας ότι μόνο με τεχνικές «διευκολύνσεις» μπορεί η Ελλάδα να ορθοποδήσει;

Σταύρος Χριστακόπουλος

Δημοσιογράφος